- προϊδών
- προϊδών s. προοράω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προιδών — προεῖδον look forward aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)